χειροπέδη

χειροπέδη
η
1. δεσμός των χεριών, κλάπα.
2. στον πληθ., χειροπέδες ζευγάρι κλοιών που συνδέονται μ' αλυσίδα με τους οποίους δεσμεύονται οι κρατούμενοι, όταν βρίσκονται έξω από τις φυλακές: Τον μετέφεραν με χειροπέδες από τις φυλακές στο ανακριτικό γραφείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειροπέδη — handcuff fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπέδη — η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «τού πέρασαν αμέσως …   Dictionary of Greek

  • χειροπεδῶν — χειροπέδη handcuff fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπέδαις — χειροπέδη handcuff fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρόπεδον — τὸ, Α η χειροπέδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειροπέδη, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • χειροπέδας — χειροπέδᾱς , χειροπέδη handcuff fem acc pl χειροπέδᾱς , χειροπέδη handcuff fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυιοπέδη — η (Α) δεσμά για τα χέρια, χειροπέδη, ή για τα πόδια, ποδοκάκκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + πέδη «δεσμός ποδιών ή χεριών»] …   Dictionary of Greek

  • κελεπτσές — και κελεψές, ο 1. χειροπέδη 2. συνεκδ. βασανιστήριο, βάσανο, τυραννία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kelepce) …   Dictionary of Greek

  • πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”